- δυναμικός
- -ή, -όαυτός που έχει δύναμη, ενεργητικός, ισχυρός: Έχουμε δυναμικά στελέχη στην εταιρεία μας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δυναμικός — powerful masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικός — ή, ό (AM δυναμικός, ή, όν) ισχυρός, δυνατός, ενεργητικός νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη δύναμη ή την ενέργεια 2. αυτός που στηρίζεται στη χρήση δύναμης ή επιτυγχάνεται με τη χρήση δύναμης (υλικής) ή βίας («δυναμική λύση», «δυναμικοί … Dictionary of Greek
δυναμικώτερον — δυναμικός powerful adverbial comp δυναμικός powerful masc acc comp sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικωτέρων — δυναμικός powerful fem gen comp pl δυναμικός powerful masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικόν — δυναμικός powerful masc acc sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικώτατον — δυναμικός powerful masc acc superl sg δυναμικός powerful neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικοί — δυναμικός powerful masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικοῦ — δυναμικός powerful masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικωτάτη — δυναμικός powerful fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυναμικωτάτην — δυναμικός powerful fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)